- εύμασθος
- εὔμασθος, -ον (Μ)(για γυναίκα) αυτή που έχει ωραίους, καλοκαμωμένους μαστούς, ωραίο στήθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μασθός, υστερογενής τ. τού μαστός, αναλογικά πλασμένος προς άλλες ονομασίες μερών τού σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος)].
Dictionary of Greek. 2013.